-
1 δι-οικέω
δι-οικέω (nach den Attieisten impf. ἐδιῴκουν, δεδιῴκημαι, s. Macho unten); – 1) abgesondert bewohnen; οἰκήσεις ἰδίας διῳκηκός Plat. Tim. 19 e. So im med., κατὰ κώμας, vereinzelt in Flecken wohnen, Xen. Hell. 5, 2, 5. Gew. – 2) durch das Haus walten, verwalten, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Plat. Men. 91 a, u. oft; auch Folgde; τὴν πόλιν καὶ τὴν βασιλείαν Isocr. 2, 2; τὰ τῆς πόλεως Ar. Eccl. 305; πολέμους Din. 1, 69; τὰ πρὸς τὴν πόλιν, τὰ πολιτικά, Dem. u. A.; πόλις διοικεῖται νόμοις καὶ ψηφίσμασι Dem. 24, 152, wie πᾶς ὁ τῶν ἀνϑρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται 25, 15; αἱ τυραννίδες διοικοῠνται Aesch. 1, 4. Allgemeiner, einrichten, anordnen, τὰ ἀνϑρώπινα Plat. Legg. VII, 713 c; ταπεινῶς τὸν βίον Isocr. 1, 10; von der Behandlung eines rhetorischen Stoffes, Dion. Hal.; auch im med., vom Verwalten des Geldes, Dem. 20, 33; ἐπὶ τραπέζῃ, vom Wechselgeschäft, 45, 33; auch = besorgen, anschaffen; εἴ τινος ἐνδεἴ πρὸς τὰ Παναϑήναια διοικηϑῇ 24, 97; vgl. ἀπορῶ ὁπόϑεν τὰ ἄλλα διοικῶ 27, 66; δεδιῴκηται πάλαι, ist verausgabt, Macho bei Ath. VIII, 841 c; – τὴν ἀδελφὴν καλῶς διῴκηκεν, hat er gut versorgt, Dem. 24, 202; übh. = behandeln; οἷά με δ. Alciphr. 2, 2; erhalten, ernähren, τὰ ὑποτίτϑια γάλακτι διοικεῖται Ath. II, 46 e; vgl. αὑτὸν εὐτελῶς διοικῶν, d. i. einfach lebend, Plut. Cleom. 32; Strab. XIX, 659. – Bei den Aerzten = verdauen, D. L. 6, 34. – Med., für sich anordnen, Dem.; bes. = etwas ausführen, oft mit der Nebenbdtg »durch schlimme Ränke u. Listen«; μετὰ πλείστης ἡσυχίας πάνϑ' ὅσα βοαλεται Φίλιππος διοικήσεται 8, 13; ἵνα ἃ βουλόμεϑα ὦμεν διῳκημένοι 18, 178; ἀδίκους πλεονεξίας 44, 38; πρός τινα, mit Einem ein Abkommen treffen, 58, 19.
См. также в других словарях:
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek